- ακαθέλκυστος
- -η, -ο [καθελκύω](για πλοία) αυτός που δεν καθελκύστηκε, δεν σύρθηκε για να ριχτεί στη θάλασσα αμέσως μετά τη ναυπήγησή του ή δεν μπορεί να καθελκυστεί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακαθέλκυστος, -η — ο αυτός που από νεώριο ή δεξαμενή δε ρίχτηκε στη θάλασσα: Το πλοίο είναι ακόμη ακαθέλκυστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)